Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γριπωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γριπωμέν
ος
η
γριπωμέν
η
το
γριπωμέν
ο
γενική
του
γριπωμέν
ου
της
γριπωμέν
ης
του
γριπωμέν
ου
αιτιατική
τον
γριπωμέν
ο
τη
γριπωμέν
η
το
γριπωμέν
ο
κλητική
γριπωμέν
ε
γριπωμέν
η
γριπωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γριπωμέν
οι
οι
γριπωμέν
ες
τα
γριπωμέν
α
γενική
των
γριπωμέν
ων
των
γριπωμέν
ων
των
γριπωμέν
ων
αιτιατική
τους
γριπωμέν
ους
τις
γριπωμέν
ες
τα
γριπωμέν
α
κλητική
γριπωμέν
οι
γριπωμέν
ες
γριπωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γριπωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
γριπώνομαι
Μετοχή
επεξεργασία
γριπωμένος, -η, -ο
που πάσχει από
γρίπη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γριπωμένος
γαλλικά
:
grippé
(fr)