γραμμωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γραμμωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γραμμώνομαι
Μετοχή
επεξεργασίαγραμμωμένος, -η, -ο
- που έχει γραμμές, στον οποίο φαίνονται γραμμές, αδύνατος
- ※ Μαλλιά καστανά, ίσια, που αν τα άφηνε ελεύθερα σκεπάζανε τους ώμους της, αλλά που προτιμούσε να τα πιάνει σε μια χαμηλή αλογοουρά – ίσως γιατί έτσι φαινότανε πιο καθαρά ο λαιμός της· λεπτός, γραμμωμένος, λαιμός κύκνου. (Μάνος Κοντολέων, Δυο φορές Άνοιξη, 2016 [1])
- γυμνασμένος, τόσο που φαίνονται γραμμώσεις των μυώνων
- ※ Τον γούσταρα τότε, ψηλός, γραμμωμένος, με εκείνο το βλέμμα (Ελευθερία Κυρίμη, Η θάλασσα στο χιόνι, εκδ. Μεταίχμιο, 2019. [2])
Μεταφράσεις
επεξεργασία γραμμωμένος
|