γραμμώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαγραμμώνομαι, π.αόρ.: γραμμώθηκα, μτχ.π.π.: γραμμωμένος, (ενεργ.: γραμμώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος γραμμώνω → δείτε και την κλίση
γραμμώνομαι, π.αόρ.: γραμμώθηκα, μτχ.π.π.: γραμμωμένος, (ενεργ.: γραμμώνω)