γραμμώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαγραμμώνω (νεολογισμός) < γραμμ(ή) + -ώνω
Ρήμα
επεξεργασίαγραμμώνω, αόρ.: γράμμωσα, παθ.φωνή: γραμμώνομαι, π.αόρ.: γραμμώθηκα, μτχ.π.π.: γραμμωμένος
- κάνω τους μύες καλοσχηματισμένους με εκγύμναση, γυμναστική
- ⮡ Μερικές απλές ασκήσεις γραμμώνουν τους μυς του κορμιού μας.
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις γραμμή και γράφω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γραμμώνω | γράμμωνα | θα γραμμώνω | να γραμμώνω | γραμμώνοντας | |
β' ενικ. | γραμμώνεις | γράμμωνες | θα γραμμώνεις | να γραμμώνεις | γράμμωνε | |
γ' ενικ. | γραμμώνει | γράμμωνε | θα γραμμώνει | να γραμμώνει | ||
α' πληθ. | γραμμώνουμε | γραμμώναμε | θα γραμμώνουμε | να γραμμώνουμε | ||
β' πληθ. | γραμμώνετε | γραμμώνατε | θα γραμμώνετε | να γραμμώνετε | γραμμώνετε | |
γ' πληθ. | γραμμώνουν(ε) | γράμμωναν γραμμώναν(ε) |
θα γραμμώνουν(ε) | να γραμμώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γράμμωσα | θα γραμμώσω | να γραμμώσω | γραμμώσει | ||
β' ενικ. | γράμμωσες | θα γραμμώσεις | να γραμμώσεις | γράμμωσε | ||
γ' ενικ. | γράμμωσε | θα γραμμώσει | να γραμμώσει | |||
α' πληθ. | γραμμώσαμε | θα γραμμώσουμε | να γραμμώσουμε | |||
β' πληθ. | γραμμώσατε | θα γραμμώσετε | να γραμμώσετε | γραμμώστε | ||
γ' πληθ. | γράμμωσαν γραμμώσαν(ε) |
θα γραμμώσουν(ε) | να γραμμώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γραμμώσει | είχα γραμμώσει | θα έχω γραμμώσει | να έχω γραμμώσει | ||
β' ενικ. | έχεις γραμμώσει | είχες γραμμώσει | θα έχεις γραμμώσει | να έχεις γραμμώσει | ||
γ' ενικ. | έχει γραμμώσει | είχε γραμμώσει | θα έχει γραμμώσει | να έχει γραμμώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γραμμώσει | είχαμε γραμμώσει | θα έχουμε γραμμώσει | να έχουμε γραμμώσει | ||
β' πληθ. | έχετε γραμμώσει | είχατε γραμμώσει | θα έχετε γραμμώσει | να έχετε γραμμώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γραμμώσει | είχαν γραμμώσει | θα έχουν γραμμώσει | να έχουν γραμμώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γραμμώνομαι | γραμμωνόμουν(α) | θα γραμμώνομαι | να γραμμώνομαι | ||
β' ενικ. | γραμμώνεσαι | γραμμωνόσουν(α) | θα γραμμώνεσαι | να γραμμώνεσαι | ||
γ' ενικ. | γραμμώνεται | γραμμωνόταν(ε) | θα γραμμώνεται | να γραμμώνεται | ||
α' πληθ. | γραμμωνόμαστε | γραμμωνόμαστε γραμμωνόμασταν |
θα γραμμωνόμαστε | να γραμμωνόμαστε | ||
β' πληθ. | γραμμώνεστε | γραμμωνόσαστε γραμμωνόσασταν |
θα γραμμώνεστε | να γραμμώνεστε | (γραμμώνεστε) | |
γ' πληθ. | γραμμώνονται | γραμμώνονταν γραμμωνόντουσαν |
θα γραμμώνονται | να γραμμώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γραμμώθηκα | θα γραμμωθώ | να γραμμωθώ | γραμμωθεί | ||
β' ενικ. | γραμμώθηκες | θα γραμμωθείς | να γραμμωθείς | γραμμώσου | ||
γ' ενικ. | γραμμώθηκε | θα γραμμωθεί | να γραμμωθεί | |||
α' πληθ. | γραμμωθήκαμε | θα γραμμωθούμε | να γραμμωθούμε | |||
β' πληθ. | γραμμωθήκατε | θα γραμμωθείτε | να γραμμωθείτε | γραμμωθείτε | ||
γ' πληθ. | γραμμώθηκαν γραμμωθήκαν(ε) |
θα γραμμωθούν(ε) | να γραμμωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω γραμμωθεί | είχα γραμμωθεί | θα έχω γραμμωθεί | να έχω γραμμωθεί | γραμμωμένος | |
β' ενικ. | έχεις γραμμωθεί | είχες γραμμωθεί | θα έχεις γραμμωθεί | να έχεις γραμμωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει γραμμωθεί | είχε γραμμωθεί | θα έχει γραμμωθεί | να έχει γραμμωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε γραμμωθεί | είχαμε γραμμωθεί | θα έχουμε γραμμωθεί | να έχουμε γραμμωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε γραμμωθεί | είχατε γραμμωθεί | θα έχετε γραμμωθεί | να έχετε γραμμωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν γραμμωθεί | είχαν γραμμωθεί | θα έχουν γραμμωθεί | να έχουν γραμμωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι γραμμωμένος - είμαστε, είστε, είναι γραμμωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν γραμμωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν γραμμωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι γραμμωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι γραμμωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι γραμμωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι γραμμωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία γραμμώνω
|