Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γραμμώνω (νεολογισμός) < γραμμ(ή) + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

γραμμώνω, αόρ.: γράμμωσα, παθ.φωνή: γραμμώνομαι, π.αόρ.: γραμμώθηκα, μτχ.π.π.: γραμμωμένος

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις γραμμή και γράφω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία