Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γραμμωτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γραμμωτ
ός
η
γραμμωτ
ή
το
γραμμωτ
ό
γενική
του
γραμμωτ
ού
της
γραμμωτ
ής
του
γραμμωτ
ού
αιτιατική
τον
γραμμωτ
ό
τη
γραμμωτ
ή
το
γραμμωτ
ό
κλητική
γραμμωτ
έ
γραμμωτ
ή
γραμμωτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γραμμωτ
οί
οι
γραμμωτ
ές
τα
γραμμωτ
ά
γενική
των
γραμμωτ
ών
των
γραμμωτ
ών
των
γραμμωτ
ών
αιτιατική
τους
γραμμωτ
ούς
τις
γραμμωτ
ές
τα
γραμμωτ
ά
κλητική
γραμμωτ
οί
γραμμωτ
ές
γραμμωτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γραμμωτός
< (
μαρτυρείται από το 1837
)
γραμμ(ή)
+
-ωτός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ɣɾa.moˈtos
/
αρσενικό
ΔΦΑ
: /
ɣɾa.moˈti
/
θηλυκό
ΔΦΑ
: /
ɣɾa.moˈto
/
ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασία
γραμμωτός -ή -ό
που χαρακτηρίζεται από
γραμμές
ή
ραβδώσεις
Συνώνυμα
επεξεργασία
ραβδωτός
ριγωτός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γραμμωτός
αγγλικά
:
hatched
(en)