Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ριγωτός η ριγωτή το ριγωτό
      γενική του ριγωτού της ριγωτής του ριγωτού
    αιτιατική τον ριγωτό τη ριγωτή το ριγωτό
     κλητική ριγωτέ ριγωτή ριγωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ριγωτοί οι ριγωτές τα ριγωτά
      γενική των ριγωτών των ριγωτών των ριγωτών
    αιτιατική τους ριγωτούς τις ριγωτές τα ριγωτά
     κλητική ριγωτοί ριγωτές ριγωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ριγωτός < ριγώνω + -τός[1]

  Επίθετο επεξεργασία

ριγωτός

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία