↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γνοιασμένος η γνοιασμένη το γνοιασμένο
      γενική του γνοιασμένου της γνοιασμένης του γνοιασμένου
    αιτιατική τον γνοιασμένο τη γνοιασμένη το γνοιασμένο
     κλητική γνοιασμένε γνοιασμένη γνοιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γνοιασμένοι οι γνοιασμένες τα γνοιασμένα
      γενική των γνοιασμένων των γνοιασμένων των γνοιασμένων
    αιτιατική τους γνοιασμένους τις γνοιασμένες τα γνοιασμένα
     κλητική γνοιασμένοι γνοιασμένες γνοιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

γνοιασμένος (μετοχή παθητικού παρακειμένου γνοιάζομαι)

  • που έχει έγνοιες στο μυαλό του
    ※  Δεν είχα καλοκαθήσει και να μια κοπέλα κάπως βιαστική, κάπως γνοιασμένη με πλησιάζει σα να είχε τρέξει κάτι σοβαρό και μου κάνει νόημα πως κάτι θέλει να μου ειπεί. (Λιλή Ιακωβίδου Λίγες σταλαγματιές αίμα... [διήγημα])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία