γνοιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαγνοιασμένος (μετοχή παθητικού παρακειμένου γνοιάζομαι)
- που έχει έγνοιες στο μυαλό του
- ※ Δεν είχα καλοκαθήσει και να μια κοπέλα κάπως βιαστική, κάπως γνοιασμένη με πλησιάζει σα να είχε τρέξει κάτι σοβαρό και μου κάνει νόημα πως κάτι θέλει να μου ειπεί. (Λιλή Ιακωβίδου Λίγες σταλαγματιές αίμα... [διήγημα])
Μεταφράσεις
επεξεργασία γνοιασμένος
|