γνοιασμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
γνοιασμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του γνοιασμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του γνοιασμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του γνοιασμένος
γνοιασμένων