γκιούμι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γκιούμι | τα | γκιούμια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | γκιούμι | τα | γκιούμια |
κλητική | γκιούμι | γκιούμια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γκιούμι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική گوگم (güğüm) (τουρκική güğüm)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκιούμι ουδέτερο
- (παρωχημένο) καρδάρι, μεταλλικό δοχείο στο οποίο μάζευαν το γάλα οι κτηνοτρόφοι μετά από το άρμεγμα
- είδος μπρικιού ή κανάτας που μοιάζει με το (1)