Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γκιούμι τα γκιούμια
      γενική
    αιτιατική το γκιούμι τα γκιούμια
     κλητική γκιούμι γκιούμια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκιούμι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική گوگم (güğüm) (τουρκική güğüm)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκιούμι ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) καρδάρι, μεταλλικό δοχείο στο οποίο μάζευαν το γάλα οι κτηνοτρόφοι μετά από το άρμεγμα
  2. είδος μπρικιού ή κανάτας που μοιάζει με το (1)

  Μεταφράσεις επεξεργασία