↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γιάφκα οι γιάφκες
      γενική της γιάφκας των γιαφκών
    αιτιατική τη γιάφκα τις γιάφκες
     κλητική γιάφκα γιάφκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γιάφκα < (άμεσο δάνειο) ρωσική явка (jávka)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈʝa.fka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γιά‐φκα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γιάφκα θηλυκό

  • μυστικός χώρος στον οποίο συγκεντρώνονται τα μέλη συνωμοτικής οργάνωσης, όπου φυλάσσεται παράνομο υλικό και εξοπλισμός
    ※  «Πρέπει να κάνουμε μια δουλειά», μου είπε. «Φοβόμαστε πως έχουνε σταμπάρει τη γιάφκα της Οργάνωσης». «Την ποιά;» Δεν είχα ξανακούσει τη λέξη, και μου εξήγησε: έτσι λέγαμε εμείς οι κομμουνιστές τις κρυψώνες, από τα ρωσικά. (Απόστολος Δοξιάδης, Ερασιτέχνης επαναστάτης, Προσωπική μυθιστορία, εκδ. Ίκαρος, 2018)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία