Δείτε επίσης: caché
ΔΦΑ : /kæʃ/
 
 

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cache caches

cache (en)

  1. σεντούκι χρημάτων και/ή πολύτιμων αντικειμένων
  2. αποθεματική κρύπτη
  3. (πληροφορική) γρήγορη μνήμη όπου αποθηκεύονται προσωρινά, πρόσφατες ή συχνά χρησιμοποιούμενες πληροφορίες, για να αποφευχθεί η επαναφόρτωσή τους από ένα πιο αργό μέσο αποθήκευσης στην περίπτωση που ξαναζητηθούν.
      When a web cache has a requested resource in its store, it intercepts the request and returns its copy instead of re-downloading from the originating server [1]
    Όταν μια προσωρινή μνήμη ιστού έχει έναν ζητούμενο πόρο αποθηκευμένο, ανακόπτει το αίτημα και επιστρέφει το αντίγραφό του αντί να το επαναφορτώσει από τον αρχικό διακομιστή (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
     δείτε τη λέξη cache memory
ενεστώτας cache
γ΄ ενικό ενεστώτα caches
αόριστος cached
παθητική μετοχή cached
ενεργητική μετοχή caching

cache (en)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • cache στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

επεξεργασία
  1. (αγγλικά) HTTP caching. Πρόσβαση 2021-03-25.



Ετυμολογία 1

επεξεργασία
cache < cacher

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cache caches

cache (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cache caches

cache (fr) αρσενικό

  1. στη φωτογραφία ή στο σινεμά, το κας
  2. (κατ’ επέκταση) κάθε αντικείμενο που κρύβει ένα μέρος μιας επιφάνειας ώστε να επιτρέπει μια εργασία πάνω στην επιφάνεια που παραμένει εμφανής

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
cache < αγγλική

cache (fr)