cache
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cache | caches |
cache (en)
- σεντούκι χρημάτων και/ή πολύτιμων αντικειμένων
- αποθεματική κρύπτη
- (πληροφορική) γρήγορη μνήμη όπου αποθηκεύονται προσωρινά, πρόσφατες ή συχνά χρησιμοποιούμενες πληροφορίες, για να αποφευχθεί η επαναφόρτωσή τους από ένα πιο αργό μέσο αποθήκευσης στην περίπτωση που ξαναζητηθούν.
- ※ When a web cache has a requested resource in its store, it intercepts the request and returns its copy instead of re-downloading from the originating server [1]
- Όταν μια προσωρινή μνήμη ιστού έχει έναν ζητούμενο πόρο αποθηκευμένο, ανακόπτει το αίτημα και επιστρέφει το αντίγραφό του αντί να το επαναφορτώσει από τον αρχικό διακομιστή (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
- → δείτε τη λέξη cache memory
- ※ When a web cache has a requested resource in its store, it intercepts the request and returns its copy instead of re-downloading from the originating server [1]
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | cache |
γ΄ ενικό ενεστώτα | caches |
αόριστος | cached |
παθητική μετοχή | cached |
ενεργητική μετοχή | caching |
cache (en)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
cache στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- cache < cacher
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cache | caches |
cache (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) η κρυψώνα, η γιάφκα
Συνώνυμα
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cache | caches |
cache (fr) αρσενικό
- στη φωτογραφία ή στο σινεμά, το κας
- (κατ’ επέκταση) κάθε αντικείμενο που κρύβει ένα μέρος μιας επιφάνειας ώστε να επιτρέπει μια εργασία πάνω στην επιφάνεια που παραμένει εμφανής
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- cache < αγγλική
Επίθετο
επεξεργασία
cache (fr)
- (πληροφορική) λανθάνων
- ⮡ mémoire cache - λανθάνουσα μνήμη