cache
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
cache (en)
- σεντούκι χρημάτων και/ή πολύτιμων αντικειμένων
- αποθεματική κρύπτη
- (πληροφορική) γρήγορη μνήμη όπου αποθηκεύονται προσωρινά, πρόσφατες ή συχνά χρησιμοποιούμενες πληροφορίες, για να αποφευχθεί η επαναφόρτωσή τους από ένα πιο αργό μέσο αποθήκευσης στην περίπτωση που ξαναζητηθούν.
- → δείτε τη λέξη cache memory
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- cache στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- cache < cacher
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cache | caches |
cache (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) η κρυψώνα, η γιάφκα
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- cache < cacher
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cache | caches |
cache (fr) αρσενικό
- στη φωτογραφία ή στο σινεμά, το κας
- (κατ' επέκταση) κάθε αντικείμενο που κρύβει ένα μέρος μιας επιφάνειας ώστε να επιτρέπει μια εργασία πάνω στην επιφάνεια που παραμένει εμφανής
Ετυμολογία Επεξεργασία
- cache < αγγλική
ΕπίθετοΕπεξεργασία
cache (fr)
- (πληροφορική) λανθάνων
- mémoire cache - λανθάνουσα μνήμη