↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γδυμένος η γδυμένη το γδυμένο
      γενική του γδυμένου της γδυμένης του γδυμένου
    αιτιατική τον γδυμένο τη γδυμένη το γδυμένο
     κλητική γδυμένε γδυμένη γδυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γδυμένοι οι γδυμένες τα γδυμένα
      γενική των γδυμένων των γδυμένων των γδυμένων
    αιτιατική τους γδυμένους τις γδυμένες τα γδυμένα
     κλητική γδυμένοι γδυμένες γδυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γδυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γδύνω

γδυμένος, -η, -ο

  1. ξεντυμένος
  2. (κατ’ επέκταση) γυμνός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία