Δείτε επίσης: γαζιά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαζία οι γαζίες
      γενική της γαζίας των γαζιών
    αιτιατική τη γαζία τις γαζίες
     κλητική γαζία γαζίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μια γαζία.

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαζία < (άμεσο δάνειο) βενετική gazia (ιταλική gazzia) < ιταλική acacia < υστερολατινική acacia < ελληνιστική κοινή ἀκακία (αντιδάνειο) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣaˈzi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γα‐ζί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαζία θηλυκό

  1. (δέντρο) καλλωπιστικό δέντρο της οικογένειας των Μιμοζιδών, που τα κίτρινα λουλούδια του σχηματίζουν τσαμπιά (Ακακία η φαρνέσιος ή Ακακία η φαρνεζιανή)
  2. (λουλούδι) το άνθος του παραπάνω δέντρου

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία