acacia
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαacacia (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαacacia (fr)
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαacacia (it)
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαacacia (la) θηλυκό
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | acācia | acāciae |
γενική | acāciae | acāciārum |
δοτική | acāciae | acāciīs |
αιτιατική | acāciam | acāciās |
κλητική | acācia | acāciae |
αφαιρετική | acāciā | acāciīs |
Σαρδηνιακά (sc)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαacacia