Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βότκα οι βότκες
      γενική της βότκας
    αιτιατική τη βότκα τις βότκες
     κλητική βότκα βότκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βότκα < (άμεσο δάνειο) ρωσική водка < υποκοριστικό του вода (νερό)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βότκα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία