↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βρεχάμενος η βρεχάμενη το βρεχάμενο
      γενική του βρεχάμενου της βρεχάμενης του βρεχάμενου
    αιτιατική τον βρεχάμενο τη βρεχάμενη το βρεχάμενο
     κλητική βρεχάμενε βρεχάμενη βρεχάμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βρεχάμενοι οι βρεχάμενες τα βρεχάμενα
      γενική των βρεχάμενων των βρεχάμενων των βρεχάμενων
    αιτιατική τους βρεχάμενους τις βρεχάμενες τα βρεχάμενα
     κλητική βρεχάμενοι βρεχάμενες βρεχάμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

βρεχάμενος

  1. (λαϊκότροπο) μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος βρέχω
  2. (ουσιαστικοποιημένο) βρεχάμενα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία