↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βρεχόμενος η βρεχόμενη το βρεχόμενο
      γενική του βρεχόμενου της βρεχόμενης του βρεχόμενου
    αιτιατική τον βρεχόμενο τη βρεχόμενη το βρεχόμενο
     κλητική βρεχόμενε βρεχόμενη βρεχόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βρεχόμενοι οι βρεχόμενες τα βρεχόμενα
      γενική των βρεχόμενων των βρεχόμενων των βρεχόμενων
    αιτιατική τους βρεχόμενους τις βρεχόμενες τα βρεχόμενα
     κλητική βρεχόμενοι βρεχόμενες βρεχόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

βρεχόμενος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία