βουλωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βουλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βουλώνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vu.loˈme.nos/
Μετοχή
επεξεργασίαβουλωμένος -η -ο
- που τον έχουν βουλώσει
- που έχει βουλώσει
- τα αφτιά μου είναι βουλωμένα
- που τον έχουν σφραγίσει με βούλα
- βουλωμένο γράμμα
Εκφράσεις
επεξεργασία- βουλωμένο γράμμα διαβάζεις!: λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που ανακάλυψε το προφανές
Μεταφράσεις
επεξεργασία βουλωμένος
|