βιομοριακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιομοριακός < βιο- + μοριακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική biomolecular)
Επίθετο επεξεργασία
βιομοριακός
- που σχετίζεται με βιομόριο ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βιομοριακός