Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βιομοριακός η βιομοριακή το βιομοριακό
      γενική του βιομοριακού της βιομοριακής του βιομοριακού
    αιτιατική τον βιομοριακό τη βιομοριακή το βιομοριακό
     κλητική βιομοριακέ βιομοριακή βιομοριακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βιομοριακοί οι βιομοριακές τα βιομοριακά
      γενική των βιομοριακών των βιομοριακών των βιομοριακών
    αιτιατική τους βιομοριακούς τις βιομοριακές τα βιομοριακά
     κλητική βιομοριακοί βιομοριακές βιομοριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιομοριακός < βιο- + μοριακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική biomolecular)

  Επίθετο επεξεργασία

βιομοριακός

  • που σχετίζεται με βιομόριο ή αναφέρεται σ’ αυτό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία