Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιοασφάλεια οι βιοασφάλειες
      γενική της βιοασφάλειας των βιοασφαλειών
    αιτιατική τη βιοασφάλεια τις βιοασφάλειες
     κλητική βιοασφάλεια βιοασφάλειες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιοασφάλεια < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική biosafety. Μορφολογικά αναλύεται σε βιο- + ασφάλεια.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vi.o.aˈsfa.li.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βι‐ο‐α‐σφά‐λει‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιοασφάλεια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • βιοασφάλειαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)