↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βενετοκρατούμενος η βενετοκρατούμενη το βενετοκρατούμενο
      γενική του βενετοκρατούμενου της βενετοκρατούμενης του βενετοκρατούμενου
    αιτιατική τον βενετοκρατούμενο τη βενετοκρατούμενη το βενετοκρατούμενο
     κλητική βενετοκρατούμενε βενετοκρατούμενη βενετοκρατούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βενετοκρατούμενοι οι βενετοκρατούμενες τα βενετοκρατούμενα
      γενική των βενετοκρατούμενων των βενετοκρατούμενων των βενετοκρατούμενων
    αιτιατική τους βενετοκρατούμενους τις βενετοκρατούμενες τα βενετοκρατούμενα
     κλητική βενετοκρατούμενοι βενετοκρατούμενες βενετοκρατούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βενετοκρατούμενος < Βενετ(ός) + (ενετο)κρατούμενος, μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος ενετοκρατούμαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ve.ne.to.kɾaˈtu.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βε‐νε‐το‐κρα‐τού‐με‐νος

βενετοκρατούμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία