βατσιναρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βατσιναρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βατσινάρω
Μετοχή επεξεργασία
βατσιναρισμένος
- ο εμβολιασμένος (παρωχημένη μετοχή αλλά και ρήμα που χρησιμοποιούνται σπανίως)
Μεταφράσεις επεξεργασία
βατσιναρισμένος
|