βατσινάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βατσινάρω < (άμεσο δάνειο) βενετική vacina (εμβόλιο) + -άρω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /va.t͡siˈna.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐τσι‐νά‐ρω
Ρήμα
επεξεργασίαβατσινάρω, αόρ.: βατσινάρισα, παθ.φωνή: βατσινάρομαι, π.αόρ.: βατσιναρίστηκα, μτχ.π.π.: βατσιναρισμένος
- άλλη μορφή του βατσινιάζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βατσινάρω | βατσίναρα | θα βατσινάρω | να βατσινάρω | βατσινάροντας | |
β' ενικ. | βατσινάρεις | βατσίναρες | θα βατσινάρεις | να βατσινάρεις | βατσίναρε | |
γ' ενικ. | βατσινάρει | βατσίναρε | θα βατσινάρει | να βατσινάρει | ||
α' πληθ. | βατσινάρουμε | βατσινάραμε | θα βατσινάρουμε | να βατσινάρουμε | ||
β' πληθ. | βατσινάρετε | βατσινάρατε | θα βατσινάρετε | να βατσινάρετε | βατσινάρετε | |
γ' πληθ. | βατσινάρουν(ε) | βατσίναραν βατσινάραν(ε) |
θα βατσινάρουν(ε) | να βατσινάρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βατσινάρισα | θα βατσινάρω | να βατσινάρω | βατσινάρει | ||
β' ενικ. | βατσινάρισες | θα βατσινάρεις | να βατσινάρεις | βατσινάρισε | ||
γ' ενικ. | βατσινάρισε | θα βατσινάρει | να βατσινάρει | |||
α' πληθ. | βατσινάραμε | θα βατσινάρουμε | να βατσινάρουμε | |||
β' πληθ. | βατσινάρατε | θα βατσινάρετε | να βατσινάρετε | βατσινάρτε | ||
γ' πληθ. | βατσινάρισαν βατσινάραν(ε) |
θα βατσινάρουν(ε) | να βατσινάρουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βατσινάρει | είχα βατσινάρει | θα έχω βατσινάρει | να έχω βατσινάρει | ||
β' ενικ. | έχεις βατσινάρει | είχες βατσινάρει | θα έχεις βατσινάρει | να έχεις βατσινάρει | έχε βατσιναρισμένο | |
γ' ενικ. | έχει βατσινάρει | είχε βατσινάρει | θα έχει βατσινάρει | να έχει βατσινάρει | ||
α' πληθ. | έχουμε βατσινάρει | είχαμε βατσινάρει | θα έχουμε βατσινάρει | να έχουμε βατσινάρει | ||
β' πληθ. | έχετε βατσινάρει | είχατε βατσινάρει | θα έχετε βατσινάρει | να έχετε βατσινάρει | έχετε βατσιναρισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν βατσινάρει | είχαν βατσινάρει | θα έχουν βατσινάρει | να έχουν βατσινάρει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) βατσιναρισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) βατσιναρισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) βατσιναρισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) βατσιναρισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βατσινάρομαι | βατσιναριζόμουν(α) | θα βατσινάρομαι | να βατσινάρομαι | ||
β' ενικ. | βατσινάρεσαι | βατσιναριζόσουν(α) | θα βατσινάρεσαι | να βατσινάρεσαι | ||
γ' ενικ. | βατσινάρεται | βατσιναριζόταν(ε) | θα βατσινάρεται | να βατσινάρεται | ||
α' πληθ. | βατσιναριζόμαστε | βατσιναριζόμαστε βατσιναριζόμασταν |
θα βατσιναριζόμαστε | να βατσιναριζόμαστε | ||
β' πληθ. | βατσινάρεστε | βατσιναριζόσαστε βατσιναριζόσασταν |
θα βατσινάρεστε | να βατσινάρεστε | βατσινάρεστε | |
γ' πληθ. | βατσινάρονται | βατσινάρονταν βατσιναριζόντουσαν |
θα βατσινάρονται | να βατσινάρονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βατσιναρίστηκα | θα βατσιναριστώ | να βατσιναριστώ | βατσιναριστεί | ||
β' ενικ. | βατσιναρίστηκες | θα βατσιναριστείς | να βατσιναριστείς | βατσιναρίσου | ||
γ' ενικ. | βατσιναρίστηκε | θα βατσιναριστεί | να βατσιναριστεί | |||
α' πληθ. | βατσιναριστήκαμε | θα βατσιναριστούμε | να βατσιναριστούμε | |||
β' πληθ. | βατσιναριστήκατε | θα βατσιναριστείτε | να βατσιναριστείτε | βατσιναριστείτε | ||
γ' πληθ. | βατσιναρίστηκαν βατσιναριστήκαν(ε) |
θα βατσιναριστούν(ε) | να βατσιναριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω βατσιναριστεί | είχα βατσιναριστεί | θα έχω βατσιναριστεί | να έχω βατσιναριστεί | βατσιναρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις βατσιναριστεί | είχες βατσιναριστεί | θα έχεις βατσιναριστεί | να έχεις βατσιναριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει βατσιναριστεί | είχε βατσιναριστεί | θα έχει βατσιναριστεί | να έχει βατσιναριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε βατσιναριστεί | είχαμε βατσιναριστεί | θα έχουμε βατσιναριστεί | να έχουμε βατσιναριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε βατσιναριστεί | είχατε βατσιναριστεί | θα έχετε βατσιναριστεί | να έχετε βατσιναριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν βατσιναριστεί | είχαν βατσιναριστεί | θα έχουν βατσιναριστεί | να έχουν βατσιναριστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι βατσιναρισμένος - είμαστε, είστε, είναι βατσιναρισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν βατσιναρισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν βατσιναρισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι βατσιναρισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι βατσιναρισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι βατσιναρισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι βατσιναρισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία βατσινάρω
→ δείτε τη λέξη εμβολιάζω |