Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βατσινάρω < (άμεσο δάνειο) βενετική vacina (εμβόλιο) + -άρω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /va.t͡siˈna.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐τσι‐νά‐ρω

  Ρήμα επεξεργασία

βατσινάρω, αόρ.: βατσινάρισα, παθ.φωνή: βατσινάρομαι, π.αόρ.: βατσιναρίστηκα, μτχ.π.π.: βατσιναρισμένος

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία