βατσινιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βατσινιάζω < (άμεσο δάνειο) βενετική vacina (εμβόλιο) + -ιάζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /va.t͡siˈɲa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐τσι‐νιά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαβατσινιάζω, αόρ.: βατσίνιασα, παθ.φωνή: βατσινιάζομαι, π.αόρ.: βατσινιάστηκα, μτχ.π.π.: βατσινιασμένος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βατσινιάζω | βατσίνιαζα | θα βατσινιάζω | να βατσινιάζω | βατσινιάζοντας | |
β' ενικ. | βατσινιάζεις | βατσίνιαζες | θα βατσινιάζεις | να βατσινιάζεις | βατσίνιαζε | |
γ' ενικ. | βατσινιάζει | βατσίνιαζε | θα βατσινιάζει | να βατσινιάζει | ||
α' πληθ. | βατσινιάζουμε | βατσινιάζαμε | θα βατσινιάζουμε | να βατσινιάζουμε | ||
β' πληθ. | βατσινιάζετε | βατσινιάζατε | θα βατσινιάζετε | να βατσινιάζετε | βατσινιάζετε | |
γ' πληθ. | βατσινιάζουν(ε) | βατσίνιαζαν βατσινιάζαν(ε) |
θα βατσινιάζουν(ε) | να βατσινιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βατσίνιασα | θα βατσινιάσω | να βατσινιάσω | βατσινιάσει | ||
β' ενικ. | βατσίνιασες | θα βατσινιάσεις | να βατσινιάσεις | βατσίνιασε | ||
γ' ενικ. | βατσίνιασε | θα βατσινιάσει | να βατσινιάσει | |||
α' πληθ. | βατσινιάσαμε | θα βατσινιάσουμε | να βατσινιάσουμε | |||
β' πληθ. | βατσινιάσατε | θα βατσινιάσετε | να βατσινιάσετε | βατσινιάστε | ||
γ' πληθ. | βατσίνιασαν βατσινιάσαν(ε) |
θα βατσινιάσουν(ε) | να βατσινιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βατσινιάσει | είχα βατσινιάσει | θα έχω βατσινιάσει | να έχω βατσινιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις βατσινιάσει | είχες βατσινιάσει | θα έχεις βατσινιάσει | να έχεις βατσινιάσει | έχε βατσινιασμένο | |
γ' ενικ. | έχει βατσινιάσει | είχε βατσινιάσει | θα έχει βατσινιάσει | να έχει βατσινιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βατσινιάσει | είχαμε βατσινιάσει | θα έχουμε βατσινιάσει | να έχουμε βατσινιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε βατσινιάσει | είχατε βατσινιάσει | θα έχετε βατσινιάσει | να έχετε βατσινιάσει | έχετε βατσινιασμένο | |
γ' πληθ. | έχουν βατσινιάσει | είχαν βατσινιάσει | θα έχουν βατσινιάσει | να έχουν βατσινιάσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) βατσινιασμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) βατσινιασμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) βατσινιασμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) βατσινιασμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βατσινιάζομαι | βατσινιαζόμουν(α) | θα βατσινιάζομαι | να βατσινιάζομαι | ||
β' ενικ. | βατσινιάζεσαι | βατσινιαζόσουν(α) | θα βατσινιάζεσαι | να βατσινιάζεσαι | ||
γ' ενικ. | βατσινιάζεται | βατσινιαζόταν(ε) | θα βατσινιάζεται | να βατσινιάζεται | ||
α' πληθ. | βατσινιαζόμαστε | βατσινιαζόμαστε βατσινιαζόμασταν |
θα βατσινιαζόμαστε | να βατσινιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | βατσινιάζεστε | βατσινιαζόσαστε βατσινιαζόσασταν |
θα βατσινιάζεστε | να βατσινιάζεστε | (βατσινιάζεστε) | |
γ' πληθ. | βατσινιάζονται | βατσινιάζονταν βατσινιαζόντουσαν |
θα βατσινιάζονται | να βατσινιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βατσινιάστηκα | θα βατσινιαστώ | να βατσινιαστώ | βατσινιαστεί | ||
β' ενικ. | βατσινιάστηκες | θα βατσινιαστείς | να βατσινιαστείς | βατσινιάσου | ||
γ' ενικ. | βατσινιάστηκε | θα βατσινιαστεί | να βατσινιαστεί | |||
α' πληθ. | βατσινιαστήκαμε | θα βατσινιαστούμε | να βατσινιαστούμε | |||
β' πληθ. | βατσινιαστήκατε | θα βατσινιαστείτε | να βατσινιαστείτε | βατσινιαστείτε | ||
γ' πληθ. | βατσινιάστηκαν βατσινιαστήκαν(ε) |
θα βατσινιαστούν(ε) | να βατσινιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω βατσινιαστεί | είχα βατσινιαστεί | θα έχω βατσινιαστεί | να έχω βατσινιαστεί | βατσινιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις βατσινιαστεί | είχες βατσινιαστεί | θα έχεις βατσινιαστεί | να έχεις βατσινιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει βατσινιαστεί | είχε βατσινιαστεί | θα έχει βατσινιαστεί | να έχει βατσινιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε βατσινιαστεί | είχαμε βατσινιαστεί | θα έχουμε βατσινιαστεί | να έχουμε βατσινιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε βατσινιαστεί | είχατε βατσινιαστεί | θα έχετε βατσινιαστεί | να έχετε βατσινιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν βατσινιαστεί | είχαν βατσινιαστεί | θα έχουν βατσινιαστεί | να έχουν βατσινιαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι βατσινιασμένος - είμαστε, είστε, είναι βατσινιασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν βατσινιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν βατσινιασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι βατσινιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι βατσινιασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι βατσινιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι βατσινιασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία βατσινιάζω
→ δείτε τη λέξη εμβολιάζω |