Ετυμολογία

επεξεργασία
βατσινιάζω < (άμεσο δάνειο) βενετική vacina (εμβόλιο) + -ιάζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /va.t͡siˈɲa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐τσι‐νιά‐ζω

βατσινιάζω, αόρ.: βατσίνιασα, παθ.φωνή: βατσινιάζομαι, π.αόρ.: βατσινιάστηκα, μτχ.π.π.: βατσινιασμένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία