βατσιναρισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαβατσιναρισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του βατσιναρισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του βατσιναρισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του βατσιναρισμένος