βασικοκυτταρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βασικοκυτταρικός < βασικός + -ο- + κυτταρικός
Επίθετο
επεξεργασίαβασικοκυτταρικός
- (ιατρική) (για καρκίνο) που προκύπτει από βασικά κύτταρα, δηλαδή κύτταρα που βρίσκονται στο κατώτερο στρώμα της επιδερμίδας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βασικοκυτταρικός
|