↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βασικοκυτταρικός η βασικοκυτταρική το βασικοκυτταρικό
      γενική του βασικοκυτταρικού της βασικοκυτταρικής του βασικοκυτταρικού
    αιτιατική τον βασικοκυτταρικό τη βασικοκυτταρική το βασικοκυτταρικό
     κλητική βασικοκυτταρικέ βασικοκυτταρική βασικοκυτταρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βασικοκυτταρικοί οι βασικοκυτταρικές τα βασικοκυτταρικά
      γενική των βασικοκυτταρικών των βασικοκυτταρικών των βασικοκυτταρικών
    αιτιατική τους βασικοκυτταρικούς τις βασικοκυτταρικές τα βασικοκυτταρικά
     κλητική βασικοκυτταρικοί βασικοκυτταρικές βασικοκυτταρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βασικοκυτταρικός < βασικός + -ο- + κυτταρικός

  Επίθετο

επεξεργασία

βασικοκυτταρικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία