βαρυστομαχιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαρυστομαχιά | οι | βαρυστομαχιές |
γενική | της | βαρυστομαχιάς | των | βαρυστομαχιών |
αιτιατική | τη | βαρυστομαχιά | τις | βαρυστομαχιές |
κλητική | βαρυστομαχιά | βαρυστομαχιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβαρυστομαχιά θηλυκό
- η ενόχληση που γίνεται αντιληπτή ως βάρος στο στομάχι μετά από την κατανάλωση ή μεγάλης ποσότητας φαγητού ή τροφής που προκαλεί προβλήματα στην πέψη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βαρυστομαχιά