indigestion
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαindigestion (en)
- η δυσπεψία, η βαρυστομαχιά
Συνώνυμα
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
indigestion | indigestions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαindigestion (fr) θηλυκό
- η δυσπεψία