βαρυσήμαντος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαβαρυσήμαντος, -η, -ο
- που έχει ή αναμένεται να έχει μεγάλη βαρύτητα και μεγάλη σημασία, πολύ σημαντικός
- βαρυσήμαντες δηλώσεις έκανε ο πρωθυπουργός
βαρυσήμαντος, -η, -ο