↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαρυνόμενος η βαρυνόμενη το βαρυνόμενο
      γενική του βαρυνόμενου της βαρυνόμενης του βαρυνόμενου
    αιτιατική τον βαρυνόμενο τη βαρυνόμενη το βαρυνόμενο
     κλητική βαρυνόμενε βαρυνόμενη βαρυνόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαρυνόμενοι οι βαρυνόμενες τα βαρυνόμενα
      γενική των βαρυνόμενων των βαρυνόμενων των βαρυνόμενων
    αιτιατική τους βαρυνόμενους τις βαρυνόμενες τα βαρυνόμενα
     κλητική βαρυνόμενοι βαρυνόμενες βαρυνόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαρυνόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα βαρύνομαι

βαρυνόμενος, -η, -ο

  1. που βαρύνεται από κάτι, καθώς βαρύνεται, επειδή βαρύνεται, που τελεί υπό το βάρος κατηγοριών, φόρου κ.λπ.
    Παραιτήθηκε ο επικεφαλής της Σκότλαντ Γιάρντ βαρυνόμενος από κατηγορίες για ρατσισμό
    Ο βαρυνόμενος από καταλογιστική πράξη φόρου...

  Μεταφράσεις

επεξεργασία