βαρυνόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαβαρυνόμενος, -η, -ο
- που βαρύνεται από κάτι, καθώς βαρύνεται, επειδή βαρύνεται, που τελεί υπό το βάρος κατηγοριών, φόρου κ.λπ.
- Παραιτήθηκε ο επικεφαλής της Σκότλαντ Γιάρντ βαρυνόμενος από κατηγορίες για ρατσισμό
- Ο βαρυνόμενος από καταλογιστική πράξη φόρου...