↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαργεστημένος η βαργεστημένη το βαργεστημένο
      γενική του βαργεστημένου της βαργεστημένης του βαργεστημένου
    αιτιατική τον βαργεστημένο τη βαργεστημένη το βαργεστημένο
     κλητική βαργεστημένε βαργεστημένη βαργεστημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαργεστημένοι οι βαργεστημένες τα βαργεστημένα
      γενική των βαργεστημένων των βαργεστημένων των βαργεστημένων
    αιτιατική τους βαργεστημένους τις βαργεστημένες τα βαργεστημένα
     κλητική βαργεστημένοι βαργεστημένες βαργεστημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαργεστημένος < βαργεστώ, βαργεστίζω[1][2] (κατά την τουρκική vazgeçmek) & βασγεστώ.
Δε σχετίζεται ετυμολογικά με το βαριέμαι < βαρέω

βαργεστημένος, -η, -ο

  • άλλη γραφή του βαριεστημένος
    ※  Η γιαγιά μπαίνει στο νόημα, κόβει ψωμί και χαλούμι για όλους και τρώνε σαν λύκοι. Μετά βγήκανε στην αυλή και χάλασαν την ησυχία του χοίρου που βαργεστημένος σηκώθηκε και πήγε πιο πέρα. (Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου, Παράλληλοι δρόμοι, εκδ. Καστανιώτης, 2011 [1])
    ※  Παραμονή που θα επέστρεφε στην Αθήνα , κουρασμένος και βαργεστημένος από μια κοπιαστική μέρα ιατρικών ανακοινώσεων , κατέβηκε να δειπνήσει παρέα με δυο άλλους συνέδρους στο εστιατόριο του ξενοδοχείου όπου διέμενε (Φιλομήλα Λαπατά, Επικίνδυνες λέξεις, εκδόσεις Καστανιώτη, 2007, σελ. 51)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «βαργεστώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. «βαργεστῶ» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .