βαραθρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαραθρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βαραθρώνω
Μετοχή
επεξεργασίαβαραθρωμένος, -η, -ο
- που έχει πέσει ή ριχτεί σε βάραθρο
- (μεταφορικά) κατεστραμμένος, χαντακωμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαραθρωμένος
|