Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαλλόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βαλλόμεν
ος
η
βαλλόμεν
η
το
βαλλόμεν
ο
γενική
του
βαλλόμεν
ου
της
βαλλόμεν
ης
του
βαλλόμεν
ου
αιτιατική
τον
βαλλόμεν
ο
τη
βαλλόμεν
η
το
βαλλόμεν
ο
κλητική
βαλλόμεν
ε
βαλλόμεν
η
βαλλόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βαλλόμεν
οι
οι
βαλλόμεν
ες
τα
βαλλόμεν
α
γενική
των
βαλλόμεν
ων
των
βαλλόμεν
ων
των
βαλλόμεν
ων
αιτιατική
τους
βαλλόμεν
ους
τις
βαλλόμεν
ες
τα
βαλλόμεν
α
κλητική
βαλλόμεν
οι
βαλλόμεν
ες
βαλλόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βαλλόμενος
<
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
βάλλομαι
Μετοχή
επεξεργασία
βαλλόμενος, -η, -ο
που
βάλλεται
, καθώς βάλλεται
Ο πρόεδρος του Συνασπισμού, πανταχόθεν
βαλλόμενος
...
Συγγενικά
επεξεργασία
βάλλοντας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαλλόμενος
αγγλικά
:
attacked
(en)
,
battered
(en)