βάλλοντας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαβάλλοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος βάλλω
- ⮡ Ήταν έξαλλος και απαιτούσε τη λύση του προβλήματός του βάλλοντας κατά παντός υπευθύνου.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαβάλλοντας