→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / βαθύκολπος τὸ βαθύκολπον
      γενική τοῦ/τῆς βαθυκόλπου τοῦ βαθυκόλπου
      δοτική τῷ/τῇ βαθυκόλπ τῷ βαθυκόλπ
    αιτιατική τὸν/τὴν βαθύκολπον τὸ βαθύκολπον
     κλητική ! βαθύκολπε βαθύκολπον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ βαθύκολποι τὰ βαθύκολπ
      γενική τῶν βαθυκόλπων τῶν βαθυκόλπων
      δοτική τοῖς/ταῖς βαθυκόλποις τοῖς βαθυκόλποις
    αιτιατική τοὺς/τὰς βαθυκόλπους τὰ βαθύκολπ
     κλητική ! βαθύκολποι βαθύκολπ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βαθυκόλπω τὼ βαθυκόλπω
      γεν-δοτ τοῖν βαθυκόλποιν τοῖν βαθυκόλποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαθύκολπος < βαθύ- + κόλπος

  Επίθετο

επεξεργασία

βαθύκολπος, -ος, -ον

  1. που φορά ρούχα τα οποία έχουν βαθιές πτυχώσεις
  2. που έχει μεγάλα στήθη