↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαθμονόμηση οι βαθμονομήσεις
      γενική της βαθμονόμησης των βαθμονομήσεων
    αιτιατική τη βαθμονόμηση τις βαθμονομήσεις
     κλητική βαθμονόμηση βαθμονομήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαθμονόμηση < βαθμονομώ + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βαθμονόμηση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία