βαθμονόμηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαθμονόμηση | οι | βαθμονομήσεις |
γενική | της | βαθμονόμησης | των | βαθμονομήσεων |
αιτιατική | τη | βαθμονόμηση | τις | βαθμονομήσεις |
κλητική | βαθμονόμηση | βαθμονομήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαθμονόμηση θηλυκό
- χάραξη βαθμολογικής κλίμακας σε επιστημονικό όργανο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαθμονόμηση
<* αγγλικά : calibration (en) |