βαγένι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βαγένι | τα | βαγένια |
γενική | του | βαγενιού | των | βαγενιών |
αιτιατική | το | βαγένι | τα | βαγένια |
κλητική | βαγένι | βαγένια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βαγένι < μεσαιωνική ελληνική βαγένι[1] / βαγένιν[1] / βαγένιον[2] < βάγνα[3] < μεσαιωνική λατινική vagna (βαρέλι)[3] < αραβική ? (waghna) (μεγάλο δοχείο (οίνου))[3]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vaˈʝe.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐γέ‐νι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβαγένι ουδέτερο
- βαρέλι που προορίζεται για αποθήκευση κρασιού
- ※ Πρώτα–πρώτα ετοίμαζαν τα βαγένια —μεγάλα και μικρά— που θά ’βαζαν μέσα το κρασί. Τη χωρητικότητά τους τη μετρούσαν, πάντα, σε βαρέλλες (1 βαρ. - 52 οκ.). Τα βαγένια αρχίζουν από 12 βαρελλών μέχρι 28, και ήταν παλιότερα το καμάρι των κρασοπαραγωγών της Λευκάδας (Πανταζής Κοντομίχης, Τα γεωργικά της Λευκάδας. Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρης, 1985, σσ. 121‑122)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίακαι δείτε
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 βαγένι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 βαγένι - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ 3,0 3,1 3,2 Κ. Καραποτόσογλου, «Κυπριακά έτυμα: Ετυμολογικά σε δημώδη ονόματα αγγείων και άλλα», Κυπριακαί Σπουδαί, 48 (1984) 3-9.