Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαγενάρης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
βαγενάρ
ης
οι
βαγενάρ
ηδες
γενική
του
βαγενάρ
η
των
βαγενάρ
ηδων
αιτιατική
τον
βαγενάρ
η
τους
βαγενάρ
ηδες
κλητική
βαγενάρ
η
βαγενάρ
ηδες
Κατηγορία
όπως «
μανάβης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βαγενάρης
<
βαγένι
+
-άρης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βαγενάρης
αρσενικό
ο
υπεύθυνος
για το
βαγεναριό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαγενάρης