Δείτε επίσης: Βάι

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
βάι< (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βάι < τουρκική vay < περσική وای (vay)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈvai̯/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βάι

  Επιφώνημα

επεξεργασία

βάι

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βάι τα βάγια
      γενική του βαγιού των βαγιών
βαΐων
    αιτιατική το βάι τα βάγια
     κλητική βάι βάγια
Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βάι < → δείτε τη λέξη βάγιο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈva.i/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βά‐ι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βάι ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία