αλίμονο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αλίμονο < μεσαιωνική ελληνική αλίμονο(ν) < αλί + μόνο(ν)
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
Έχουν προταθεί και άλλες ετυμολογήσεις: < αρχαία ελληνική ἀλλ’ εἰ μόνον [1] / αρχαία ελληνική ἀλήμων / αρχαία ελληνική ἀλλ’ οἴμοι
ΕπιφώνημαΕπεξεργασία
αλίμονο
- επιφώνημα έκφρασης δυστυχίας, συμφοράς ή λύπης
- επιφώνημα έκφρασης απειλής
- Αλίμονό σου αν ξαναπεράσεις από δω!
- ουαί και αλίμονό σου!
- επιφώνημα έκφρασης συγκατάβασης
- -Σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. -Αλίμονο! Ούτε να το συζητάς!
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «αλίμονο» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.