σχετλιασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σχετλιασμός < αρχαία ελληνική σχετλιασμός < σχέτλιος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασχετλιασμός αρσενικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σχετλιάζω
σχετλιασμός αρσενικό