Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βάι βάι: → δείτε τη λέξη βάι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvai̯ ˈvai̯/

  Έκφραση επεξεργασία

βάι βάι

  • ποπό. ή ποποπό, επιφώνημα έκπληξης άλλοτε θλίψης και άλλοτε χαράς