αύλειος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αύλειος < αρχαία ελληνική αὔλειος / αὔλιος < αὐλή
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αύλειος, -α, -ο
- (λόγιο) της αυλής, που ανήκει ή αναφέρεται στην αυλή
- Αλλάζει όψη ο αύλειος χώρος του Μποδοσάκειου (*)
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αυλή