• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

αύλειος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : αὔλειος

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Δείτε επίσης
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική αύλειος αύλεια αύλειο
γενική αύλειου αύλειας αύλειου
αιτιατική αύλειο αύλεια αύλειο
κλητική αύλειε αύλεια αύλειο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική αύλειοι αύλειες αύλεια
γενική αύλειων αύλειων αύλειων
αιτιατική αύλειους αύλειες αύλεια
κλητική αύλειοι αύλειες αύλεια

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αύλειος < αρχαία ελληνική αὔλειος / αὔλιος < αὐλή

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

αύλειος, -α, -ο

  • (λόγιο) της αυλής, που ανήκει ή αναφέρεται στην αυλή
    Αλλάζει όψη ο αύλειος χώρος του Μποδοσάκειου (*)

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη αυλή

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • εναύλιος
  • προαύλιος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αύλειος
  • αγγλικά : court (en), court (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αύλειος&oldid=4600379"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Απριλίου 2020, στις 05:28

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Απριλίου 2020, στις 05:28.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie