εναύλιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εναύλιος | η | εναύλια | το | εναύλιο |
γενική | του | εναύλιου | της | εναύλιας | του | εναύλιου |
αιτιατική | τον | εναύλιο | την | εναύλια | το | εναύλιο |
κλητική | εναύλιε | εναύλια | εναύλιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εναύλιοι | οι | εναύλιες | τα | εναύλια |
γενική | των | εναύλιων | των | εναύλιων | των | εναύλιων |
αιτιατική | τους | εναύλιους | τις | εναύλιες | τα | εναύλια |
κλητική | εναύλιοι | εναύλιες | εναύλια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εναύλιος < ελληνιστική κοινή ἐναύλιος
Επίθετο
επεξεργασίαεναύλιος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εναύλιος
|