Δείτε επίσης: αύλειος
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική αὔλειος αὐλεί
& αὔλειος
τὸ αὔλειον
      γενική τοῦ αὐλείου τῆς αὐλείᾱς
& αὐλείου
τοῦ αὐλείου
      δοτική τῷ αὐλεί τῇ αὐλεί
& αὐλεί
τῷ αὐλεί
    αιτιατική τὸν αὔλειον τὴν αὐλείᾱν
& αὔλειον
τὸ αὔλειον
     κλητική ! αὔλειε αὐλεί
& αὔλειε
αὔλειον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ αὔλειοι αἱ αὔλειαι
& αὔλειοι
τὰ αὔλει
      γενική τῶν αὐλείων τῶν αὐλείων
& αὐλείων
τῶν αὐλείων
      δοτική τοῖς αὐλείοις ταῖς αὐλείαις
& αὐλείοις
τοῖς αὐλείοις
    αιτιατική τοὺς αὐλείους τὰς αὐλείᾱς
& αὐλείους
τὰ αὔλει
     κλητική ! αὔλειοι αὔλειαι
& αὔλειοι
αὔλει
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ αὐλείω τὼ αὐλεί
& αὐλείω
τὼ αὐλείω
      γεν-δοτ τοῖν αὐλείοιν τοῖν αὐλείαιν
& αὐλείοιν
τοῖν αὐλείοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
αὔλειος < αὐλ(ή) + -ιος

αὔλειος, αὐλεία/αὔλειος, αὔλειον