Δείτε επίσης: αὔλακας

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αύλακας οι αύλακες
      γενική του αύλακα των αυλάκων
    αιτιατική τον αύλακα τους αύλακες
     κλητική αύλακα αύλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αύλακας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αὖλαξ από την αιτιατική τὸν ή τὴν αὔλακα
Συγκρίνετε με το μεσαιωνικό αὔλακας, μεγεθυντικού του αυλάκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αύλακας αρσενικό

  1. (ιατρική) εγκεφαλική πτύχωση του άνω εγκεφάλου (cerebrum)
    άλλες μορφές: η αύλακα, παρωχημένο αρχαιοπρεπές: ο/η αύλαξ
     αντώνυμα: έλικα, εγκεφαλική έλικα (gyrus)
  2. (γεωλογία) βύθισμα σε σχήμα αυλακιού
  3. (παρωχημένο) το αυλάκι

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία