αύλακας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αύλακας | οι | αύλακες |
γενική | του | αύλακα | των | αυλάκων |
αιτιατική | τον | αύλακα | τους | αύλακες |
κλητική | αύλακα | αύλακες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αύλακας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αὖλαξ από την αιτιατική τὸν ή τὴν αὔλακα
- για την ιατρική < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sillon
- για τη γεωλογία < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική trough [1]
- Συγκρίνετε με το μεσαιωνικό αὔλακας, μεγεθυντικού του αυλάκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
αύλακας αρσενικό
- (ιατρική) εγκεφαλική πτύχωση του άνω εγκεφάλου (cerebrum)
- άλλες μορφές: η αύλακα, παρωχημένο αρχαιοπρεπές: ο/η αύλαξ
- ≠ αντώνυμα: έλικα, εγκεφαλική έλικα (gyrus)
- (γεωλογία) βύθισμα σε σχήμα αυλακιού
- (παρωχημένο) το αυλάκι
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- → δείτε το θηλυκό αύλακα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αύλακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας