Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχειραγώγητος η αχειραγώγητη το αχειραγώγητο
      γενική του αχειραγώγητου της αχειραγώγητης του αχειραγώγητου
    αιτιατική τον αχειραγώγητο την αχειραγώγητη το αχειραγώγητο
     κλητική αχειραγώγητε αχειραγώγητη αχειραγώγητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχειραγώγητοι οι αχειραγώγητες τα αχειραγώγητα
      γενική των αχειραγώγητων των αχειραγώγητων των αχειραγώγητων
    αιτιατική τους αχειραγώγητους τις αχειραγώγητες τα αχειραγώγητα
     κλητική αχειραγώγητοι αχειραγώγητες αχειραγώγητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αχειραγώγητος < αρχαία ελληνική ἀχειραγώγητος < ἀ- + χειραγωγέω < χείρ + ἄγω

  Επίθετο επεξεργασία

αχειραγώγητος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία