αχειραγώγητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αχειραγώγητος < αρχαία ελληνική ἀχειραγώγητος < ἀ- + χειραγωγέω < χείρ + ἄγω
Επίθετο
επεξεργασίααχειραγώγητος, -η, -ο
- που δεν έχει χειραγωγηθεί ή δεν είναι δυνατόν να χειραγωγηθεί
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αχειραγώγητος