χειραγωγημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χειραγωγημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χειραγωγώ
Μετοχή επεξεργασία
χειραγωγημένος
- που έχει χειραγωγηθεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χειραγωγημένος
|