αφικνούμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφικνούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα αφικνούμαι
Μετοχή επεξεργασία
αφικνούμενος, -η, -ο
- που μόλις φτάνει κάπου, καθώς καταφθάνει
- O Ερντογάν αφικνούμενος από τη σύνοδο ...
αφικνούμενος, -η, -ο