Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφικνούμενος η αφικνούμενη το αφικνούμενο
      γενική του αφικνούμενου της αφικνούμενης του αφικνούμενου
    αιτιατική τον αφικνούμενο την αφικνούμενη το αφικνούμενο
     κλητική αφικνούμενε αφικνούμενη αφικνούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφικνούμενοι οι αφικνούμενες τα αφικνούμενα
      γενική των αφικνούμενων των αφικνούμενων των αφικνούμενων
    αιτιατική τους αφικνούμενους τις αφικνούμενες τα αφικνούμενα
     κλητική αφικνούμενοι αφικνούμενες αφικνούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφικνούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα αφικνούμαι

  Μετοχή επεξεργασία

αφικνούμενος, -η, -ο

  1. που μόλις φτάνει κάπου, καθώς καταφθάνει
    O Ερντογάν αφικνούμενος από τη σύνοδο ...

  Μεταφράσεις επεξεργασία