Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφθαρσία οι αφθαρσίες
      γενική της αφθαρσίας των αφθαρσιών
    αιτιατική την αφθαρσία τις αφθαρσίες
     κλητική αφθαρσία αφθαρσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφθαρσία < (ελληνιστική κοινήἀφθαρσία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αφθαρσία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία